- ψιλάγναφος
- ψῑλάγνᾰφος, ὁ, (A
ψιλός 11.1b
) carpet-cleaner (?), Keil-Premerstein Dritter Bericht No.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιλός 11.1b
) carpet-cleaner (?), Keil-Premerstein Dritter Bericht No.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] … Dictionary of Greek